Βλαδιβοστόκ

Βλαδιβοστόκ
το г. Владивосток

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Βλαδιβοστόκ" в других словарях:

  • Βλαδιβοστόκ — (Vladivostok).Πόλη (597.000 κάτ. το 2002) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ρωσίας, πρωτεύουσα του Παράκτιου Διαμερίσματος (Primorskiy Kray, 165.900 τ. χλμ., 2.174.400 κάτ.) της ομόσπονδης περιοχής της ρωσικής Άπω Ανατολής, το οποίο επεκτείνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Ταμ, Ιγκόρ Ευγκένιεβιτς — (Βλαδιβοστόκ 1895 – Μόσχα 1971). Ρώσος θεωρητικός φυσικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1924 έως το 1941, το 1933 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ και το επόμενο έτος ερευνητής στο Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος — Η μεγαλύτερη σιδηροδρομική αρτηρία του κόσμου (9.337 χλμ.) που συνδέει τη Μόσχα με το Βλαδιβοστόκ, το μεγαλύτερο ρώσικο λιμάνι στον Ειρηνικό, διασχίζοντας τη Σιβηρία. Kάνοντας χρήση του ηλεκτρισμού στο μεγαλύτερο τμήμα του, ο Υ. αρθρώνεται αρχικά …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Γιούζνο-Σαχαλίνσκ — (Juzno Sahalinsk). Πόλη (179.500 κάτ. το 2002) της άπω ανατολικής Ρωσίας, στο νησί της Σαχαλίνης που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό. H Γ. Σ. διαθέτει ξυλουργικά εργοστάσια και βιομηχανίες άνθρακα και επεξεργασίας αλιευτικών προϊόντων. Η πόλη, που …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Κομσομόλσκ-να-Αμούρε — (Komsomolsk na Amure). Πόλη (284.100 κάτ. το 2003) της Ρωσίας στην Άπω Ανατολή, που υπάγεται διοικητικά στο Χαμπαρόφσκ. Όπως φαίνεται από την ονομασία της (= Κομσομόλσκ επί του Αμούρ) βρίσκεται στον ποταμό Αμούρ (βλ. λ.). Ιδρύθηκε το 1932 και… …   Dictionary of Greek

  • Μάντελσταμ, Όσιπ Εμίλιεβιτς — (Osip Emilievich Madelstam, Βαρσοβία 1891 – Βλαδιβοστόκ 1938). Ρώσος ποιητής εβραϊκής. Ήταν γιος ενός ευκατάστατου εμπόρου δερμάτινων ειδών και μιας δασκάλας πιάνου. Αφού διδάχθηκε κατ’ οίκον κατά την παιδική του ηλικία, ο Μ. φοίτησε στο ονομαστό …   Dictionary of Greek

  • Παυλάντης, Χαράλαμπος — (1866 – 1928). Λόγιος που καταγόταν από τον Πόντο. Πολυταξιδεμένος, επισκέφτηκε τον Καύκασο, τη Σιβηρία μέχρι το Βλαδιβοστόκ, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και άλλες χώρες. Διετέλεσε ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας Ακρόπολις. Έφερε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»